μεγασθενῆ

μεγασθενῆ
μεγασθενής
b
neut nom/voc/acc pl (attic epic doric)
μεγασθενής
b
masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic)
μεγασθενής
b
masc/fem acc sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Μεγασθένη — Μεγασθένης masc nom/voc/acc dual (doric aeolic) Μεγασθένης masc acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διονύσιος — I Ονομασία ενός μήνα σε πολλές αρχαίες ελληνικές πόλεις. Στη Λοκρίδα αντιστοιχούσε προς τον αττικό Ποσειδεώνα (Δεκέμβριο) και στην Αιτωλία προς τον Μουνυχιώνα (Απρίλιο). II Όνομα τυράννων των Συρακουσών. 1. Δ. Α’ ο πρεσβύτερος (432 – 367 π.Χ.).… …   Dictionary of Greek

  • μεγασθενής — (4ος αι. π.Χ.). Ιστοριογράφος. Ο βασιλιάς Σέλευκος ο Νικάτωρ τον έστειλε πρεσβευτή στον Ινδό βασιλιά Σανδρόκοττο. Ο Μ. έμεινε αρκετό καιρό στο παλάτι του τελευταίου στον Γάγγη και έγραψε ένα βιβλίο για τις Ινδίες, τα Ινδικά. Μία περίληψη των… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”